- χαλκοκολλητής
- χαλκο-κολλητής, οῦ, ὁ,A copper-welder, coppersmith, POxy.85 ii 4 (pl., iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκοκολλητής — ὁ, Α χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κολλητής (< κολλῶ)] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek